μεθοδεύσῃ

μεθοδεύσῃ
μεθοδεύω
treat
aor subj mid 2nd sg
μεθοδεύω
treat
aor subj act 3rd sg
μεθοδεύω
treat
fut ind mid 2nd sg
μεθοδεύω
treat
aor subj mid 2nd sg
μεθοδεύω
treat
aor subj act 3rd sg
μεθοδεύω
treat
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεθόδευση — η [μεθοδεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεθοδεύω, το να γίνεται κάτι με μέθοδο 2. συστηματική εκ τού αφανούς οργάνωση και κλιμάκωση …   Dictionary of Greek

  • εθοδευτικός — ή, ό (Α μεθοδευτικός, ή, όν) [μεθοδευτής] νεοελλ. αυτός που συντελεί στη μεθόδευση αρχ. αυτός που γίνεται με μέθοδο, συστηματικός. επίρρ... μεθοδευτικῶς (Α) με τρόπο μεθοδευτικό, με μέθοδο …   Dictionary of Greek

  • Ανανίας — I Όνομα διαφόρων ιερωμένων και θεολόγων. 1. Αρχιεπίσκοπος Σιναίου (1661 70). Κατέφυγε στον πάπα της Ρώμης, όταν δεν κατάφερε να ανεξαρτητοποιηθεί από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων στον οποίο υπαγόταν. Καθαιρέθηκε για τον λόγο αυτό το 1670. 2. Α. Α’.… …   Dictionary of Greek

  • ερμηνευτική — Κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάλυση και την κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων. Στηρίζεται στο θεμελιώδες επιστημολογικό αίτημα ότι η κατανόηση των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν ένα κείμενο προϋποθέτει τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”